ΖΩΝΟΔΕΛΦΙΝΟ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ
Stenella coeruleoalba (Meyen, 1833)
ΑΓΓΛΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ
Striped dolphin
ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
IUCN Red List
Παγκοσμίως: Μειωμένου ενδιαφέροντος (Braulik, G. 2019)
Μεσογειακός πληθυσμός: Ευάλωτο (Aguilar, A. & Gaspari, S. 2012)
ΚΟΚΚΙΝΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΟΦΥΠΕΚΑ)
Μειωμένου ενδιαφέροντος
ΜΕΓΕΘΟΣ/ΒΑΡΟΣ
1,8 -2,6 μέτρα/ 150-160 κιλά
ΈΤΗ ΖΩΗΣ
55-60 χρόνια
ΒΑΘΟΣ ΚΑΤΑΔΥΣΗΣ
200+ μέτρα
ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΤΑΔΥΣΗΣ
5 – 10 λεπτά
ΤΑΧΥΤΗΤΑ
11-37 χλμ/ώρα
ΔΙΑΤΡΟΦΗ
καλαμάρια, ψάρια
ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΤΑΣΗ
Παγκοσμίως: Άγνωστη
Μεσόγειος: Μείωση
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ
Παγκόσμια: ευρεία κατανομή σε όλες τις θάλασσες, σε τροπικές, υποτροπικές και εύκρατες περιοχές.
Ελλάδα: παράκτιες περιοχές της χώρας, Βόρειες Σποράδες, Νότια Κρήτη.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Αρσενικό ως 2,2μ., θηλυκό ως 2,0μ., ραχιαίο πτερύγιο και πλάτη μαύρο -σκούρο γκρι-μπλε. Στα πλευρά, μπροστά από το ραχιαίο έχει χρώμα ανοικτό γκρι-μπλε και άσπρο, ενώ δύο λεπτές σφήνες αντίθετης φοράς, μία λευκή και μία μαύρη, ξεκινούν από πλάγια και λοξά μέχρι το ραχιαίο πτερύγιο.
Μαζί με το ρινοδέλφινο (Tursiops truncatus) είναι το είδος που βρίσκεται στην μεγαλύτερη αφθονία των Ελληνικών θάλασσών. Το συναντάμε κυρίως σε περιοχές με μεγάλα βάθη και σχετικά κοντά στις ακτές όπως τη Νότια Κρήτη και τις Βόρειες Σποράδες. Σε κλειστούς – ημίκλειστους κόλπους έχει παρατηρηθεί στον Κορινθιακό που δημιουργεί μικτές ομάδες με το κοινό δελφίνι (Delphinus delphis) και το σταχτοδέλφινο (Grampus griseus) ενώ έχει παρατηρηθεί και στον Παγασητικό κόλπο όπου μπορεί να εντοπιστεί να κάνει μικτές ομάδες με το κοινό δελφίνι (Delphinus delphis) ή το ρινοδέλφινο (Tursiops truncatus).
Το ζωνοδέλφινο παρατηρείται συνήθως σε υποτροπικά και ζεστά νερά σε όλο τον κόσμο. Το είδος είναι πελαγικό και εντοπίζεται συνήθως ανοιχτά της υφαλοκρηπίδας, κυρίως σε νερά με βάθος μεγαλύτερο από 600 μέτρα.
Είναι από τα κύρια είδη κητωδών που καταγράφονται στη Μεσόγειο Θάλασσα με τους πληθυσμούς τους να υπολογίζονται περίπου στα 118.000 άτομα. Είναι πολύ συνηθισμένο στη δυτική Μεσόγειο, από το Στενό του Γιβραλτάρ μέχρι την Ιταλική Χερσόνησο και τη Σικελία. Η αφθονία του στο ανατολικό τμήμα, από την Ιταλική Χερσόνησο μέχρι τις Τουρκικές ακτές, είναι πολύ χαμηλότερη. Στη δυτική περιοχή της Μεσογείου, όπου πραγματοποιήθηκε το μεγαλύτερο μέρος των ερευνών, το είδος είναι πιο κοινό στο βόρειο τμήμα απ’ ό, τι στο νότιο. Μελέτες δείχνουν ότι ο πληθυσμός του είδους παρουσιάζει αύξηση σε περιοχές με υψηλή πρωτογενή παραγωγή. Οι δύο κύριες περιοχές για το είδος στη Μεσόγειο Θάλασσα είναι, η Λιγουρο-Προβηγκιανή λεκάνη και η θάλασσα του Alboran. Η πρώτη περιοχή είναι πλούσια σε θρεπτικά συστατικά και ζωοπλαγκτόν και είναι μία από τις πιο παραγωγικές περιοχές της Μεσογείου. Η υψηλή παραγωγικότητα και στις δύο περιοχές ευνοεί την παρουσία μικρών ψαριών και κεφαλόποδων, τα οποία αποτελούν βασικά θηράματα για το ζωνοδέλφινο.
Παρόλα αυτά, οι Βαλεαρίδες Νήσοι και η περιοχή από την Ιβηρική Χερσόνησο έως τις βόρειες ακτές της Αφρικής, είναι οι περιοχές όπου το είδος παρουσιάζει χαμηλότερη αφθονία. Κάποιοι ερευνητές πιστεύουν ότι αυτό μπορεί να οφείλεται στην θανατηφόρα επιδημία του ιού Morbilli που υπέστη το είδος αυτό τις τελευταίες δεκαετίες και ιδιαίτερα η επιδημία που ξέσπασε τη χρονική περίοδο 1990 έως το 1992. Παρόλα αυτά, οι πληθυσμοί του είδους που ζουν μεταξύ των Βαλεαρίδων Νήσων και της Ιβηρικής Χερσονήσου πιθανόν να ανακάμπτει και ο πληθυσμός τους μπορεί να είναι μεγαλύτερος από ό, τι στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Το ζωνοδέλφινο είναι ιδιαίτερα ευκαιριακός θηρευτής, κυνηγάει τις βραδινές ώρες και η διατροφή του αποτελείται κυρίως από πελαγικά ή βαθυπελαγικά ψάρια, καλαμάρια και ορισμένα είδη καρκινοειδών ανάλογα την εποχή. Τα θηράματα του είναι κυρίως η σαρδέλα (Sardina pilchardus) ή ο μπακαλιάρος (Merluccius merluccius). Τα κεφαλόποδα και τα καρκινοειδή δεν φαίνεται να αποτελούν τόσο σημαντικό κομμάτι της διατροφής όσο είχε θεωρηθεί στο παρελθόν. Δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές στη διατροφή μεταξύ των πληθυσμών της δυτικής Μεσογείου και της ανατολικής Μεσογείου.
Τα θηράματα του είδους ποικίλλουν μεταξύ των περιοχών, αλλά αποτελούνται κυρίως από είδη που εντοπίζονται μεταξύ 200 έως 700 μέτρων και παρουσιάζουν καθημερινή κατακόρυφη μεταναστευτική ροή. Αναλύσεις στομαχικού περιεχομένου δείχνουν ότι η διατροφή των ζωνοδέλφινων της Μεσογείου αποτελείται κυρίως από διάφορα είδη καλαμάρια των οικογενειών Ommastrephidae, Histioteuthidae, Enoploteuthidae ή Onychoteuthidae και διάφορα είδη ψαριών των οικογενειών Gadidae, Sparidae και Gonostomatidae. Η σύνθεση της τροφής μπορεί να ποικίλει ανάλογα με την ηλικία. Τα νεότερα και τα ανήλικα ζώα τρέφονται από ποικιλία ειδών ενώ, τα ενήλικα ζώα έχουν πιο στοχοποιημένη διατροφή.
Στη Μεσόγειο, η αναπαραγωγική περίοδος του ζωνοδέλφινου είναι συνήθως στις αρχές του φθινοπώρου. Η κύηση διαρκεί 12 έως 13 μήνες και η γαλουχία για ένα και ενάμιση χρόνο. Μετά τη γαλουχία, τα θηλυκά παρουσιάζουν περίοδο ανάπαυσης 2 έως 6 μηνών μέχρι το επόμενο ζευγάρωμα. Συνεπώς, το διάστημα ενός αναπαραγωγικού κύκλου είναι περίπου 3 χρόνια. Τα αρσενικά γίνονται σεξουαλικά ώριμα μεταξύ 7 και 15 ετών και τα θηλυκά σε ηλικία μεταξύ 5 και 13 ετών. Στη Μεσόγειο, τα αρσενικά φτάνουν στη σεξουαλική ωριμότητα στην ηλικία των 11,3 ετών και τα θηλυκά στην ηλικία των 12. Η μέγιστη εκτιμώμενη ηλικία είναι 58 έτη.
Η αναλογία φύλου στους πληθυσμούς είναι 1:1, δηλαδή ένα αρσενικό για ένα θηλυκό. Αλλά η αναλογία φύλου στις γεννήσεις δεν είναι η ίδια, τα αρσενικά είναι πιο πολυάριθμα από τα θηλυκά, 1,4: 1. Η ισοτιμία επιτυγχάνεται αμέσως μετά τον απογαλακτισμό.
Τα ζωνοδέλφινα δημιουργούν κοπάδια μεταξύ 25 και 100 ατόμων, και περιστασιακά μπορεί να ξεπεράσουν τα 500 άτομα και κατά περιπτώσεις τα 1000 άτομα σε μια ομάδα. Ο αριθμός και η σύνθεση τους διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή. Για παράδειγμα, η κοινωνική δομή του ιαπωνικού πληθυσμού των ζωνοδέλφινων είναι περίπλοκη και διαρθρώνεται σε 3 διαφορετικούς τύπους ομάδων που ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία των μελών τους. Μπορούν να χωριστούν σε ανώριμες ομάδες, ώριμες ομάδες και μικτές ομάδες.
Στη Μεσόγειο, οι ομάδες συνήθως αποτελούνται από λιγότερα από 20 άτομα, αν και κοπάδια άνω των 50 ατόμων έχουν παρατηρηθεί αρκετά συχνά. Η σύνθεση και το μέγεθος των κοπαδιών επηρεάστηκε από την επιδημία του ιού Morbilli το 1990-1992. Το μέσο μέγεθος των κοπαδιών μειώθηκε από 25,3 σε 7 άτομα. Έκτοτε, παρατηρείται μια τάση αύξησης.
Το ζωνοδέλφινο αναγνωρίζεται εύκολα από το προεξέχον και σκουρόχρωμο ραχιαίο πτερύγιο του. Παρόλα αυτά, το είδος κατά περιπτώσεις συγχέεται με το κοινό δελφίνι (Delphinus delphis), λόγω των μικτών ομάδων που δημιουργεί, συνήθως στη νότια περιοχή της λεκάνης της Μεσογείου. Το διαφορετικό σχέδιο του χρωματισμού του κάθε είδους βοηθάει τον διαχωρισμό τους: οι σκούρες ζώνες κατά μήκος του σώματος του που είναι ευδιάκριτες και στις δυο πλευρές του ζωνοδέλφινου καθώς και ο ανοικτός γκρι χρωματισμός στη βάση του ραχιαίου πτερυγίου βοηθάνε στο να τα ξεχωρίσει κανείς.
Το είδος είναι ιδιαίτερα δραστήριο τόσο μέσα όσο και έξω από το νερό. Τα άλματα έξω από το νερό είναι μια συνηθισμένη συμπεριφορά, (τα άλματα μπορούν να φτάσουν και τα 7 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας) όπου μπορεί να εκτελεί πιρουέτες και περιστροφές στον αέρα. Ορισμένες από αυτές τις συμπεριφορές μπορούν να γίνουν κατανοητές ως μέρος της κοινωνικής επικοινωνίας. Η μέγιστη ταχύτητα που καταγράφηκε ποτέ για το είδος αυτό είναι 37 χλμ/ ώρα. Οι καταδύσεις του μπορούν να διαρκέσουν 5 έως 10 λεπτά και με ελάχιστο βάθος 200 μέτρων.
Το ιστορικό των επιδημιών του ιού Morbilli
Η επιδημία του ιού Morbilli, παρόμοιο με αυτούς που πλήττουν άλλα είδη σαρκοφάγων, προκάλεσε τη χειρότερη μαζική θνησιμότητα ζωνοδέλφινων στη Μεσόγειο από το 1990 έως το 1992. Αν και η προέλευση του είναι άγνωστη, πιστεύεται πως ο ιός ήταν παρόμοιος με έναν άλλο ιό morbilli που επηρέασε τη φώκαινα (Phocoena phocoena) στη Θάλασσα της Ιρλανδίας. Τα προσβεβλημένα άτομα είχαν διάφορα συμπτώματα όπως: πνευμονία, νέκρωση των λεμφοκυττάρων στους λεμφαδένες και την σπλήνα, νευρολογική ακαμψία του σώματος, κακή πλευστότητα, κλπ. Η βιοσυσσώρευση ρύπων στο ζωνοδέλφινο, και η αποδυνάμωση του ανοσοποιητικού θα μπορούσε να είναι παράγοντες για την ταχεία εξάπλωση του ιού. Τα ζωνοδέλφινα που εξετάστηκαν το 1990 είχαν συγκεντρώσεις PCBs τρεις φορές υψηλότερες από το συνηθισμένο.
Άλλοι παράγοντες όπως η κακή διατροφική κατάσταση καθώς και η παρουσία εκτοπαρασίτων που παρατηρήθηκαν στην διάρκεια των μαζικών εκβρασμών, υποδηλώνουν την χαμηλή ομοιόσταση εκείνων των ζωνοδέλφινων. Επίσης μια εξήγηση που δίνεται είναι οι υψηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα 1989-1990. Αυτές οι υψηλές θερμοκρασίες θα μπορούσαν να έχουν προκαλέσει την πτώση της πρωτογενούς παραγωγικότητας των βιοτόπων με αποτέλεσμα την δυσκολία στην ανεύρεση τροφής.
Το ξέσπασμα του ιού διήρκεσε τρία χρόνια, από το 1990 έως το 1992, επηρεάζοντας κάθε χρόνο διάφορες περιοχές της Μεσογείου. Οι πρώτες περιπτώσεις εμφανίστηκαν στην ακτή της Βαλένθια, στην Ισπανία, στις αρχές Ιουλίου 1990. Ο ίος εξαπλώθηκε αργά προς τα νότια, προς τα βόρεια και προς τις Βαλεαρίδες Νήσους. Οι περισσότεροι θάνατοι στην Ισπανία καταγράφηκαν από τον Αύγουστο έως τον Οκτώβριο. Μέχρι το τέλος Αυγούστου τα πρώτα νεκρά δελφίνια εμφανίστηκαν στις ακτές της Γαλλίας, και η μεγαλύτερη καταγραφή θανάτων έγινε τον Οκτώβριο. Εκείνη την εποχή η εστία της επιδημίας έφτασε και στην Ιταλία. Στις αρχές Νοεμβρίου, ο αριθμός εκβρασμών κατά μήκος της ακτής μειώθηκε. Αυτή η πρώτη επιδημιολογική εστία επηρέασε ιδιαίτερα τους πληθυσμούς μεταξύ των ακτών της Βαλένθια και της Καταλονίας και των Βαλεαρίδων Νήσων.
Το 1991 η επιδημία ξέσπασε και πάλι στη νοτιοδυτική ακτή της Ιταλίας, στη Σικελία και στην Ελλάδα. Στην Ιταλία όλα ξεκίνησαν τον Ιούνιο και διήρκεσαν μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου με τον μεγαλύτερο αριθμό ζώων να πεθαίνουν τον Αύγουστο. Δεν υπάρχουν δεδομένα για ξέσπασμα του 1992, αλλά επηρέασε μόνο τα ύδατα που περιβάλλουν την Ελλάδα.
Ο ιός έπληξε ιδιαίτερα τα νεαρά άτομα από 11 έως 20 ετών, αν και η θνησιμότητα των μικρών και των νεογνών ήταν επίσης υψηλή λόγω μόλυνσης και θανάτου των μητέρων τους από τον ιό. Κατά τη διάρκεια των επιδημιών του 1990 και του 1991, βρέθηκαν 1.107 νεκρά ζώα στις ισπανικές, ιταλικές και γαλλικές ακτές. Το ξέσπασμα της επιδημίας παρόλα αυτά, φαίνεται να ήταν πολύ μεγαλύτερο για δυο λόγους. Λόγω του πελαγικού χαρακτήρα του ζωνοδέλφινου υπολογίζεται ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό των νεκρών ζώων εκβράστηκε και κατ’ επέκταση καταγράφηκε ενώ, το γεγονός ότι εκείνα τα χρόνια μόνο η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία είχαν αναπτύξει δίκτυα εκβρασμών κητωδών. Γεγονός που δημιουργεί κενά στα δεδομένα από Αφρική και Ελλάδα.
Τις επόμενες δεκαετίες υπήρξαν άλλα 2 ξεσπάσματα του ιού morbilli, πολύ μικρότερης ισχύoς. Το 2008, στις ακτές της Ιβηρικής Χερσονήσου, της Λιγουρίας (Ιταλία) και της Γαλλίας εκβράστηκαν 200 ζώα ενώ, το 2011, παρατηρήθηκε μια σημαντική αύξηση στους εκβρασμούς ζωνοδέλφινων στις ακτές της Βαλένθιας που αποδόθηκε πιθανών στον ιό morbilli.
Υπάρχουν πολλές διεθνείς και Ευρωπαϊκές συμβάσεις που προστατεύουν το ζωνοδέλφινο, όπως ενδεικτικά φαίνεται παρακάτω:
- Σύμβαση για το Διεθνές Εμπόριο των Απειλούμενων με Εξαφάνιση Ειδών της Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας, Παράρτημα ΙΙ (CITES ή Σύμβαση της Ουάσινγκτον (Ουάσινγκτον, 1973).
- Σύμβαση για τη Διατήρηση της Άγριας Ζωής και του Φυσικού Περιβάλλοντος της Ευρώπης (Σύμβαση της Βέρνης, 1979). Παράρτημα ΙΙ
- Η Σύμβαση για την Προστασία των Μεταναστευτικών Ειδών Πανίδας (CMS) ή Σύμβαση της Βόννης (Βόννη, 1979).Παράρτημα ΙΙ.
- Οδηγία των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ), Παράρτημα IV
- Σύμβαση για τη Διατήρηση της Άγριας Ζωής και του Φυσικού Περιβάλλοντος της Ευρώπης (Σύμβαση της Βέρνης, Βέρνη 1979)
- Σύμβαση για το Διεθνές Εμπόριο των Απειλούμενων με Εξαφάνιση Ειδών της Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας (CITES 1973), Παράρτημα ΙΙ.
- Κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 812/2004.
- Συμφωνία για τη Διατήρηση των Μικρών Κητωδών της Βαλτικής, του Βορειοανατολικού Ατλαντικού, της Ιρλανδίας και της Βόρειας Θάλασσας (ASCOBANS).
- Ο νόμος για την Άγρια Ζωή 1976 & τροποποίηση του το 2000.
- Nόμος κατά της Φαλαινοθηρίας, 1937 (Ιρλανδία).
Παρόλα αυτά, υπάρχει μόνο μία προστατευόμενη περιοχή για τα θαλάσσια θηλαστικά στη Μεσόγειο, η οποία βρίσκεται στη Λιγουρία, και δεν επαρκεί για τη διατήρηση του είδους. Λόγω της πελαγικής φύσης ζωνοδέλφινου, θα πρέπει να δημιουργηθούν περισσότερες προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές στα Ισπανικά, Γαλλικά ή Ελληνικά ύδατα, προκειμένου να διασφαλιστεί η διατήρηση του είδους. Αν και απαγορεύεται η άμεση αλίευση και η αλιεία με παρασυρόμενα δίχτυα , θα πρέπει να υπάρχει αυστηρότερος έλεγχος. Μια άλλη μεγάλη ανησυχία είναι ότι ο το ζωνοδέλφινο αύξησε τους πληθυσμούς μετά τις επιδημίες ακριβώς όταν ο διαθέσιμος βιότοπός του μειώθηκε λόγω της ανθρώπινης δραστηριότητας. Για όλους αυτούς τους λόγους, η επιστημονική κοινότητα πιστεύει ότι είναι απαραίτητο να καταγράφει δεδομένα σχετικά με τη βιολογία και τη κατανομή του πληθυσμού, τις επιπτώσεις των ρύπων, τη σύνθεση της διατροφής και τις πιθανές επιπτώσεις του κλάδου της αλιείας στα ζωνοδέλφινα, προκειμένου να θεσπιστούν καλύτερα μέτρα για τη διατήρηση του είδους.