• Όνομα: Ρινοδέλφινο
  • Αγγλικά: Bottlenose dolphin
  • Επιστημονική ονομασία: Tursiops truncatus (Montagu, 1821)
  • Κατάσταση: Τρωτό
  • Μέγεθος: Μεταξύ 1,9 και 4,1 μέτρα για τα ενήλικα, 0,85-1,4 μέτρα στη γέννηση
  • Βάθος κατάδυσης: 200 μ
  • Ταχύτητα: Μέγιστη, 60 χλμ/ώρα
  • Διατροφή: Καλαμάρια, ψάρια
  • Κατανομή: Σε αρκετές παράκτιες περιοχές της χώρας, Βόρειες Σποράδες, Ν Κρήτη.

Περιγραφή: Αρσενικό ως 2,2μ., θηλυκό ως 2,0μ., ραχιαίο πτερύγιο και πλάτη σκούρο μπλε – μαυριδερό. Στα πλευρά, μπροστά από το ραχιαίο έχει χρώμα γαλαζωπό και άσπρο, ενώ δύο λεπτές σφήνες αντίθετης φοράς, μία λευκή και μία μαύρη, ξεκινούν από πλάγια και λοξά μέχρι το ραχιαίο πτερύγιο.

Το Ρινοδέλφινο (Tursiops truncatus) ανήκει στην  οικογένεια Delphinidae στην υποταξη οδοντοκήτη. Είναι πιθανώς ένα από τα πιο γνωστά κητώδη, κυρίως επειδή παρατηρείται συνήθως στα δελφινάρια παγκοσμίως, στην τηλεόραση και ακόμη και στις ταινίες. Πρόκειται για ένα μεγάλο δελφίνι, και με ένα μάλλον κοντό και χονδροειδές ράμφος, σαφώς διαφοροποιημένο από το πεπόνι. Το ραχιαίο πτερύγιο, το οποίο είναι μεγάλο, ψηλό, και γυρτό στην άκρη, βρίσκεται στο μέσο της πλάτης. Τα πλευρικά πτερύγια είναι μέτρια, λεπτά, και πιο σκούρα στα άκρα.

Ο χρωματισμός  του είναι μάλλον ενιαίος χωρίς μεγάλες διαφοροποιήσεις, είναι κυρίως σκούρο στο πίσω μέρος (αν και ποικίλλει από ανοιχτό γκρι έως σχεδόν μαύρο) και λευκό, και μερικές φορές ροζ, στην κοιλιά. Ορισμένα άτομα μπορεί να παρουσιάσουν μια ανοιχτόχρωμη ζώνη που επιμηκύνεται από το άνω μέρος των πλευρικών πτερυγίων μέχρι το ραχιαίο πτερύγιο.

Τα Ρινοδέλφινα έχουν μεταξύ 36 και 54 αιχμηρά δόντια σε κάθε σαγόνι. Στα ενήλικα ζώα πολλά από τα δόντια μπορεί να είναι φθαρμένα ή να λείπουν.

Πρόκειται για  ένα από τα μεγαλύτερα μέλη της οικογένειας Delphinidae. Το μέγιστο μέγεθός του ποικίλλει ανάλογα με την περιοχή, κατά τρόπο αντίστροφα ανάλογο με τη θερμοκρασία του νερού. Τα Ρινοδέλφινα συνήθως φθάνουν 1,9 – 4,1 μέτρα, τα αρσενικά είναι ελαφρώς μεγαλύτερα από τα θηλυκά. Στην Ελλάδα το μέγιστο ολικό μήκος για τα αρσενικά είναι 3,3 μέτρα και 3,2 για τα θηλυκά. Τα μεγαλύτερα ζώα ζουν στο βορειοδυτικό Ατλαντικό, στα βρετανικά ύδατα. Το μήκος του στη γέννηση κυμαίνεται μεταξύ 85 εκατοστών και 1,4 μέτρων. Το μέγιστο βάρος του είναι 650 κιλά, αν και τα περισσότερα άτομα είναι πολύ μικρότερα

Ταξινόμηση

Συνομοταξία:  Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Κητώδη
Υποτάξη: Οδοντοκήτη
Οικογένεια: Δελφινίδες (Delphinidae)
Γένος: Τάρσιωψ (Tursiops)
Είδος: T. truncatus

ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ: Ευάλωτο (IUCN)

ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ: Ελάχιστης Ανησυχίας (UICN)

Χαρακτηριστικά αναγνώρισης:

  • Συμπαγές σώμα και κεφάλι με ένα μικρό ρύγχος σαφώς διαφοροποιημένο από το πεπόνι.
  • Σκούρο γκρι στο πίσω μέρος του σώματος, πιο ανοιχτό στις πλευρές και σχεδόν λευκό στην κοιλιά, χωρίς έντονα σχέδια η γραμμώσεις.
  • Μπορούν να παρουσιάσουν γκρίζο χρωματισμό στην πλάτη.
  • Ψηλό, φαρδύ ραχιαίο πτερύγιο, που βρίσκεται κοντά στο μέσο της πλάτης (το σχήμα είναι μεταβλητό).
  • Τα πλευρικά πτερύγια είναι μακριά και μυτερά στις άκρες. Μυτερά πτερύγια ουράς.
  • Πολύ ενεργό, συνήθως κολυμπάει μπροστά στα σκάφη.
  • Δημιουργεί μικρές ομάδες και μπορεί μερικές φορές να παρατηρηθεί και με άλλα είδη κητωδών.
  • Είναι το δεύτερο μεγαλύτερο δελφίνι στις Ελληνικές θάλασσες μετά το σταχτοδέλφινο

Συγχέεται με:

Το σταχτοδέλφινο Grampus griseus

Ατομικά χαρακτηριστικά αναγνώρισης:

  • Αμυχές στο οπίσθιο μέρος του ραχιαίου πτερυγίου.
  • Ουλές στο ραχιαίο πτερύγιο ή στο πίσω μέρος του σώματος.
  • Χρωματισμοί στο ραχιαίο πτερύγιο

Το Ρινοδέλφινο είναι ένα ευρέως κατανεμημένο είδος που συνήθως ζει σε ρηχά νερά της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας από εύκρατες έως τροπικές περιοχές. Είναι ακόμα πιο άφθονο στα παράκτια ύδατα πάνω από την υφαλοκρηπίδα, αλλά η κατανομή του είναι πιο κατακερματισμένη (Reeves & Notarbartolo di Sciara, 2006). Έχει εντοπιστεί σε όλες τις περιοχές της λεκάνης της Μεσογείου, από το Στενό του Γιβραλτάρ μέχρι τα Δαρδανέλια και παρόλο που έχει δει και τις βόρειες ακτές της Αφρικής, η ερευνητική προσπάθεια για το είδος έχει επικεντρωθεί περισσότερο στο βόρειο τμήμα της λεκάνης. Έχει βρεθεί επίσης σε μερικά αρχιπελάγη όπως οι Βαλεαρίδες Νήσοι ή γύρω από νησιά όπως η Κορσική, η Σαρδηνία ή η Σικελία (Forcada et al., 2004 & Bearzi et al., 2008a). Είναι άφθονο στη Μαύρη και την Αδριατική θάλασσα, σε ορισμένες περιοχές του Αιγαίου Πελάγους, στα βόρεια παράλια της Κορσικής και της Σαρδηνίας, στα παράλια της Αλγερίας και σε ορισμένες περιοχές της καταλανικής ακτής και νότια της Ιβηρικής Χερσονήσου. Στην Ελλάδα απαντάται σε όλες τις παράκτιες περιοχές, ανάμεσα στα νησιά, από το Βόρειο Αιγαίο, το Ιόνιο μέχρι και τη Γαύδο. Είναι το είδος που συναντάμε πιο συχνά στα παράκτια Ελληνικά ύδατα ενώ στον Αμβρακικό πρόκειται για το μοναδικό είδος κητώδους.

Γενετικές  μελέτες υποδηλώνουν ότι υπάρχουν 3 διαφορετικοί πληθυσμοί στην περιοχή της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Οι πληθυσμοί αυτοί διαχωρίζονται από φυσικά όρια (πράσινες γραμμές στο χάρτη) (Natoli et al., 2005), αν και αυτά τα όρια δεν θα περιορίσουν την κίνηση των ειδών κατά μήκος της λεκάνης, αλλά θα χωρίσουν περιοχές με διαφορετικά ενδιαιτήματα. Οι τρεις πληθυσμοί που ζουν στη μεσογειακή περιοχή είναι γενετικά διακριτοί από αυτούς που ζουν στον Ατλαντικό ωκεανό. Έτσι, τα όρια που βρίσκονται στο στενό του Μαρμαρά, θα διαχωρίζουν τον Εύξεινο Πόντο και τους πληθυσμούς της ανατολικής Μεσογείου. Η ιταλική χερσόνησος και η Σικελία θα αποτελέσουν ένα άλλο εμπόδιο που θα διαχωρίζει σαφώς τους πληθυσμούς της δυτικής και ανατολικής Μεσογείου. Το τελευταίο όριο, το Στενό του Γιβραλτάρ, χωρίζει τον πληθυσμό του Ατλαντικού από τον δυτικό πληθυσμό της Μεσογείου.

Κατανομή του Ρινοδέλφινου (Tursiops truncatus) στη Μεσόγειο Θάλασσα. Οι πράσινες γραμμές παρουσιάζουν εμπόδια μεταξύ των διαφόρων πληθυσμών (Ατλαντική, Δυτική Μεσόγειος, Ανατολική Μεσόγειος και Μαύρη Θάλασσα) (Natoli et al., 2005). ( Bearzi & Randall 2006)

Το Ρινοδέλφινο είναι ένας ευκαιριακός θηρευτής, η διατροφή του επηρεάζεται από τον οικότοπο όπου ζουν τα θηράματα του (Bearzi et al., 2008). Στην πραγματικότητα, η συμπεριφορά αναζήτησης τροφής, αλλά και η τροφή, αλλάζουν ανάλογα με την περιοχή, την εποχή, τον οικοτόπο ακόμη και τα δημογραφικά χαρακτηριστικά της ομάδας (Gannon & Waples 2004). Γενικά τρέφεται με  βενθοπελαγικά ειδη όπως ο Μπακαλιάρος  (Merluccius merluccius), το Μουγγρί  (conger conger), την Κουτσομούρα  (Mullus barbatus), το Μπαρμπούνι (Mullus surmuletus), επίσης τρέφονται με κεφαλόποδα όπως η σουπιά  (Sepia officinalis) ή το κοινό χταπόδι (Octopus vulgaris) (Bearzi et al., 2008).

Η τροφή είναι μεταβλητή, ακόμη και ομάδες που ζουν σε κοντινές μεταξύ τους περιοχές μπορούν να τρέφονται με διαφορετικά είδη θηραμάτων. Στη Μεσόγειο υπάρχουν διαφορές μεταξύ των εκάστοτε περιοχών. Στο Ιόνιο Πέλαγος, τα Ρινοδέλφινα τρέφονται με  βενθοπελαγικά  είδη (Bearzi et al., 2005α), στον Αμβρακικό κόλπο τρέφονται κυρίως με ψάρια της οικογένειας Clupeidae, όπως η Σαρδέλα ή  οι Φρίσσες sardinella (Bearzi et al., 2008b), στη βορειοδυτική Μεσόγειο η κύρια λεία είναι ο μπακαλιάρος Merluccius merluccius και ορισμένα κεφαλόποδα (Blanco et al., 2001)

Το Ρινοδέλφινο θεωρείται παράκτιο είδος, αν και έχει παρατηρηθεί και στα πελαγικά ύδατα κάτω από την ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα, ειδικά πάνω από την ηπειρωτική πλαγιά. Στη Μεσόγειο Θάλασσα, ο οικότοπός του αλλάζει ανάλογα με την περιοχή. Υπό αυτή την έννοια, το Ρινοδέλφινο μπορεί να κατοικήσει ρηχά νερά (λιγότερο από 50 μέτρα) κοντά στην ακτή, όπως ο κόλπος του Αμβρακικού στην Ελλάδα (Bearzi et al., 2008b).

Η κύηση  διαρκεί 12 μήνες και οι γεννήσεις παρουσιάζουν εποχικότητα καθώς οι περισσότερες παρατηρούνται την άνοιξη και το καλοκαίρι. Τα νεογνά είναι απόλυτα εξαρτημένα από τη μητέρα για τουλάχιστον 1 χρόνο, κατά τη διάρκεια του οποίου τρέφονται κυρίως με γάλα. Σε πολλές περιπτώσεις, η γαλουχία συνεχίζεται για ένα ακόμη έτος. Ο απογαλακτισμός γίνεται όταν τα μικρά είναι ηλικίας 18-20 μηνών, αν και μπορούν να παραμείνουν με τις μητέρες τους έως ότου να γίνουν 6 ετών. Τα μικρά απομακρύνονται από  τις μητέρες τους τη στιγμή της επόμενης γέννας.

Τα θηλυκά φθάνουν σε σεξουαλική ωριμότητα στην ηλικία των 5 έως 13 ετών, συνήθως πριν από τα αρσενικά, τα οποία ωριμάζουν σε ηλικία 9-14 ετών. Το μέγεθος των θηλυκών κυμαίνεται μεταξύ 220 και 235 εκ ενώ τα αρσενικά έχουν μήκος μεταξύ 245 και 260 εκ. Στο πρώτο  στάδιο της ζωής τους, ο ρυθμός ανάπτυξης των θηλυκών είναι ταχύτερος, αλλά στην ηλικία των 5 έως 6 ετών η τάση αντιστρέφεται  και ο ρυθμός ανάπτυξης των αρσενικών γίνεται ταχύτερος (McFee et al., 2010). Τα θηλυκά φθάνουν πρώτα  το μέγιστο μέγεθος, όταν είναι 10 ετών, ενώ τα αρσενικά φτάνουν στο μέγιστο μέγεθος τους κατά την ηλικία των 10-20 ετών. (Wells, 2003). Η μέγιστη ηλικία για τα θηλυκά είναι 57 έτη και για τα αρσενικά 48.

Η σύνθεση των ομάδων μεταβάλλεται  από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων: η  περιοχή, ο οικότοπος , η διαθεσιμότητα θηραμάτων και  η δραστηριότητα των ζώων. Οι ομάδες που κατοικούν σε παράκτια ύδατα είναι συνήθως μικρού μεγέθους, από 2 έως 20 άτομα, ενώ οι ομάδες που ζουν σε πελαγικές περιοχές είναι μεγαλύτερες και μερικές φορές μπορούν να αριθμήσουν  περισσότερα από 1.000 ζώα (Shane et al., 1986 · Perrin et al., 2009 · Jefferson et al. 2008). Η Μεσόγειος θάλασσα δεν αποτελεί εξαίρεση και πολλές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή έχουν εντοπίσει μικρές ομάδες. Έτσι, μελέτες που διεξάγονται στην Ελλάδα, τη Σαρδηνία, την Αδριατική Θάλασσα, τις Βαλεαρίδες Νήσους και τη θάλασσα του Αλμποράν δείχνουν ότι οι ομάδες σχηματίζονται συνήθως από 1 έως 15 άτομα με μέσο όρο τα 7 ζώα. Υπάρχουν μεταξύ 43 και 69 άτομα στις μεγαλύτερες ομάδες (Bearzi et al., 1997 · Díaz López & Bernal Shirai, 2008 · Díaz López et al., 2013 · Forcada et al., 2004 · Genov et al., 2008 · Cañadas & Sagarminaga, 1994, Gannier, 2005, Gomez de Segura κ.ά., 2006). Μερικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι ομάδες που περιέχουν ένα μικρό είναι μεγαλύτερες από αυτές που σχηματίζονται μόνο από τους ενήλικες (Bearzi et al., 1997). Τα Ρινοδέλφινα δεν συσχετίζονται συνήθως με άλλα είδη, αλλά υπάρχουν μερικές περιοχές όπου μπορούν να φανούν τέτοιες ενώσεις (Cañadas et al., 2002).
Η σύνθεση των ομάδων είναι μάλλον δυναμική και υπάρχουν διαφορετικές κοινωνικές μονάδες όπως ομάδες νηπίων, μικτές ομάδες νεαρών ή ενήλικων αρσενικών ακόμα και ζευγάρια (Perrin et al., 2009, Shane κ.ά., 1986). Οι νηπιακές ομάδες συνήθως σχηματίζονται από αναπαραγωγικά θηλυκά και τα μικρά τους, τα οποία μπορούν να μείνουν με τις μητέρες τους για 3 έως 6 χρόνια. Οι μικτές ομάδες νεαρών είναι μεγάλες και  σχηματίζονται από αρσενικά ή άτομα διαφορετικού φύλου και μετακινούνται συνήθως μέσα σε ορισμένα τμήματα του εύρους κατανομής. Τα θηλυκά μπορούν να παραμείνουν στην ομάδα ή να επιστρέψουν στις μητέρες τους για σύντομες χρονικές περιόδους, αλλά τα αρσενικά μένουν μαζί και αρχίζουν να αναπτύσσουν στενές σχέσεις με άλλα αρσενικά της ίδιας ηλικίας που θα διαρκέσουν με την πάροδο του χρόνου. (Wells, 2003). Οι αρσενικές ομάδες είναι μικρές, συνήθως σχηματίζονται από ένα ή δύο άτομα. Αυτοί είναι ισχυροί δεσμοί που μπορούν να διαρκέσουν περισσότερο από 20 χρόνια και αλληλεπιδρούν με ομάδες θηλυκών.

Το Ρινοδέλφινο είναι δραστήριο κατά τη διάρκεια της ημέρας αλλά και κατά τη διάρκεια της νύχτας και παρουσιάζει διάφορες  εναέριες συμπεριφορές. Συνήθως κολυμπάνε στα απόνερα σκαφών ακόμα και μεγαλύτερων κητωδών, μπορεί κανείς να τα δει να χτυπάνε την ουρά τους στην επιφάνεια της θάλασσας ακόμα και να κάνουν άλματα έξω από το νερό. . Είναι ένας πολύ καλός κολυμβητής και οι καταδύσεις του συνήθως διαρκούν για 3 έως 4 λεπτά σε ρηχά νερά και λίγο περισσότερο σε βαθύτερα νερά.

Μαζί με την Όρκα (Orcinus orca), το Ρινοδέλφινο διαθέτει  ένα από τα πιο ανεπτυγμένα συστήματα επικοινωνίας. Παράγει τρία είδη ακουστικών σημάτων, συμπεριλαμβανομένων των «κλικς» ηχο-εντοπισμού, τα οποία χρησιμεύουν στην πλοήγηση, τη σίτιση και την ανίχνευση θηρευτών. Σε ορισμένες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις μπορεί να χρησιμοποιήσει παλμούς  και σφυρίγματα (Perrin et al., 2009). Τα σφυρίγματα είναι μοναδικά  για κάθε άτομο και χρησιμοποιούνται για την ταυτοποίηση των ατόμων (Janik et al., 2006). Τα σφυρίγματα χρησιμοποιούνται κυρίως όταν δύο ομάδες συναντιούνται στη θάλασσα (Quick et al., 2012).

Το Ρινοδέλφινο διακρίνεται αρκετά εύκολα στην επιφάνεια της θάλασσας χάρη  στο γκρι χρώμα του αλλά κυρίως στο ψηλό, ραχιαίο πτερύγιο του. το μέγεθος του είναι μεγαλύτερο από τα άλλα  δυο είδη δελφινιών της Μεσογείου, το ζωνοδέλφινο  (Stenella coeruleoalba) και το κοινό δελφίνι (Delphinus delphis). Μπορεί να συγχέεται με το Σταχτοδέλφινο (Grampus griseus), αν και  το Σταχτοδέλφινο είναι πολύ πιο σπάνιο στα Ελληνικά ύδατα και φέρει πολλές χαρακτηριστικές άσπρες αμυχές στο σώμα, κυρίως στα μεγαλύτερης ηλικίας ζώα, το ρύγχος του δεν είναι τόσο έντονο και είναι λίγο μεγαλύτερο από το Ρινοδέλφινο.

Όπως και  άλλα είδη κητωδών, το Ρινοδέλφινο έχει μοναδικά και σταθερά χαρακτηριστικά, τα οποία βοηθούν στην ταυτοποίηση κάθε ατόμου. Οι ερευνητές χρησιμοποιούν κυρίως 3 χαρακτηριστικά, τα οποία αφορούν  στο ραχιαίο πτερύγιο (Würsig & Jefferson 1990):

  • Σχήμα του ραχιαίου πτερυγίου και εγκοπές στο οπίσθιο μέρος: Το σχήμα του ραχιαίου πτερυγίου δεν αλλάζει με την πάροδο του χρόνου και επομένως είναι ένα χρήσιμο χαρακτηριστικό. Επιπλέον, οι εγκοπές στο οπίσθιο περιθώριο παρουσιάζουν επίσης σταθερότητα με την πάροδο του χρόνου (Würsig & Jefferson 1990, Wells & Scott 1990) και επιτρέπουν την ταυτοποίηση. Στην περίπτωση αυτή, ορισμένοι συγγραφείς σημειώνουν το σχήμα, τη θέση, το μέγεθος και τον αριθμό των αμυχών και ταξινομούν τα διάφορα ζώα ακολουθώντας αυτές τις παραμέτρους. Άλλοι συγγραφείς ανέπτυξαν μια τεχνική βασισμένη στον Dorsal Ratio που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε πτερύγια με δύο ή περισσότερες εγκοπές (Defran et al., 1990) και υπολογίζεται ως εξής. Αρχικά πρέπει να επιλέξουμε δύο εγκοπές και στη συνέχεια να διαιρέσουμε την απόσταση από το ανώτερο σημείο της άνω εγκοπής (Α) στο ανώτερο σημείο της κάτω εγκοπής (Β) από την απόσταση από την κορυφή του ραχιαίου πτερυγίου (Τ) και την κορυφή της κάτω εγκοπής (Β). Το πλεονέκτημα αυτής της τεχνικής είναι ότι το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο όποιο και αν είναι το μέγεθος της φωτογραφίας.
  • Αμυχές στο ραχιαίο πτερύγιο και στην πλάτη: Οι αμυχές στο ραχιαίο πτερύγιο και στην πλάτη χρησιμοποιούνται ως δευτερεύοντα χαρακτηριστικά αναγνώρισης λόγω της τάσης τους να αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου, ειδικά οι πιο επιφανειακές (Lockyer & Morris 1990).
  • Χρωματισμοί στο ραχιαίο πτερύγιο: Μερικοί συγγραφείς πιστεύουν ότι αυτό το χαρακτηριστικό αλλάζει με την πάροδο του χρόνου (Weir et al., 2008), αλλά μερικές φορές χρησιμοποιείται ως συμπλήρωμα άλλων μόνιμων χαρακτηριστικών που αναλύονται παραπάνω.

Όλα τα παραπάνω  χαρακτηριστικά χρησιμοποιούνται σε πολλές μελέτες φωτο-ταυτοποίησης, αλλά για να είναι αποτελεσματικές χρειάζονται  περισσότερες παρατηρήσεις των ιδίων ατόμων. Είναι επίσης σημαντικό να υπάρχουν φωτογραφίες και των δύο πλευρών του ραχιαίου πτερυγίου. Εάν όχι, το ίδιο άτομο θα μπορούσε να ταξινομηθεί ως δύο διαφορετικά ζώα. Συνιστάται επίσης να προσδιοριστούν περισσότερα από ένα από τα χαρακτηριστικά αναγνώρισης που περιγράφονται λεπτομερώς παραπάνω για κάθε άτομο (Würsig & Jeferson 1990).

Η IUCN (Διεθνής Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης) κατατάσσει το Ρινοδέλφινο ως είδος  μειωμένης ανησυχίας, αν και η τάση του πληθυσμού είναι άγνωστη. Ο παγκόσμιος πληθυσμός του είδους εκτιμάται σε περίπου 600.000 άτομα (Perrin et al., 2009). Ο Ειρηνικός Ωκεανός είναι η περιοχή με τους μεγαλύτερους πληθυσμούς. Περίπου 226.200 ζώα ζουν στον Ανατολικό Τροπικό Ειρηνικό (Wade, 1993), περίπου 168.000 στο Βορειοδυτικό Ειρηνικό (Miyashita, 1993), 3.215 άτομα σε ύδατα γύρω από τη Χαβάη (Barlow, 2006) και περίπου 2.273 στα ύδατα κοντά στην Καλιφόρνια, το Όρεγκον και την Ουάσινγκτον (Forney 2007). Στον Ατλαντικό Ωκεανό, οι αριθμοί δεν είναι τόσο μεγάλοι όσο στον Ειρηνικό Ωκεανό. Περίπου 123.762 άτομα ζουν στις ανατολικές ακτές της Βόρειας Αμερικής, 52.000 στον Κόλπο του Μεξικού, περίπου 12.6999 στα ευρωπαϊκά ύδατα του Ατλαντικού και 1.000 άτομα γύρω από τις Νήσους Φερόε. Μερικές χιλιάδες Ρινοδέλφινα  ζουν στη Μαύρη Θάλασσα, αν και ο ακριβής αριθμός παραμένει άγνωστος. Δεν υπάρχουν ακριβείς εκτιμήσεις για τον αριθμό των ατόμων που ζουν στη Μεσόγειο, αλλά κάποιες μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στο βορειοδυτικό τμήμα της λεκάνης εκτιμούν ότι υπάρχουν περίπου 7.654 άτομα γύρω από τις Βαλεαρίδες Νήσους (Forcada et al., 2004) και περίπου 584 η θάλασσα του Αλμποράν (Cañadas & Hammond 2006). Ο συνολικός πληθυσμός της Μεσογείου πιστεύεται ότι αποτελείται από 10.000 άτομα (Reeves et al., 2006). Αυτοί οι αριθμοί και το γεγονός ότι ο πληθυσμός μειώνεται κατά την τελευταία δεκαετία, οδήγησε την IUCN να κατατάξει το είδος ως ευάλωτο στη Μεσόγειο Θάλασσα.  Στην Ελλάδα, το Κόκκινο Βιβλίο χαρακτηρίζει το Ρινοδέλφινο ως τρωτό. Οι κύριες απειλές του είδους είναι:

  • Ηθελημένη θανάτωση: Αυτή είναι πιθανώς η πιο σημαντική αιτία της μείωσης του πληθυσμού μέχρι τη δεκαετία του 1960. Η ηθελημένη θανάτωση είναι πλέον παράνομη. Εκστρατείες σφαγής έλαβαν χώρα τον δέκατο όγδοο αιώνα, καθώς τα δελφίνια άρχισαν να θεωρούνται ανταγωνιστές από τους αλιείς. Οι εκστρατείες αυτές πραγματοποιήθηκαν σε χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία ή η Κροατία. Στην Ελλάδα τα δελφίνια ήταν επικηρυγμένα (υπήρχε και χρηματική αμοιβή) με υπουργική απόφαση του 72 η οποία καταργήθηκε το 82.

Προς το τέλος του εικοστού αιώνα, καθώς αυξανόταν η ανησυχία για τα θαλάσσια θηλαστικά, θεσπίστηκαν νέοι νόμοι που απαγόρευαν την θανάτωση  δελφινιών (1979 στην Ιταλία, 1982 στην Ελλάδα και το 1995 στην Κροατία). Αν και αυτοί οι νόμοι καθώς  και αρκετές διεθνείς συμβάσεις έχουν τεθεί σε ισχύ, η ηθελημένη θανάτωση των θαλάσσιων θηλαστικών εξακολουθεί να υφίσταται και αποτελεί ζήτημα μεγάλης ανησυχίας σε όλο τον κόσμο (Bearzi et al., 2004).

  • Υπεραλίευση: Παρόλο που δεν φαίνεται να υπάρχει μεγάλη επικάλυψη ανάμεσα στα θηράματα των Ρινοδέλφινων και τα είδη που στοχεύει η αλιεία, ώστε ο ανταγωνισμός να θεωρείται άμεσος, η υπεραλίευση σε βασικές περιοχές σίτισης του είδους μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τα μεγέθη των πληθυσμών (Bearzi et al., 2008). Τις τελευταίες δεκαετίες η μεγάλη  αύξηση της αποτελεσματικότητας των  αλιευτικών εργαλείων και μεθόδων συνεπάγεται με υπεραλίευση. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στη Μεσόγειο Θάλασσα, όπου απαντώνται είδη όπως η κουτσομούρα Merluccius merluccius, το μπαρμπούνι Mullus barbatus, το μουγγρί Mullus surmuletus, η σαρδέλα Sardina pilchardus ή το κοινό χταπόδι Octopus vulgaris), τα οποία αποτελούν μέρος της δίαιτας των Ρινοδέλφινων, και  έχουν επί του παρόντος υπεραλιευθεί στη Μεσόγειο (Lleonart, 2005).

Παρόλο που ένας ευκαιριακός θηρευτής  όπως Ρινοδέλφινο μπορεί να έχει περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης από τα πιο εξειδικευμένα είδη, παρατηρείται πως οι πληθυσμοί είναι μεγαλύτεροι στις περιοχές όπου η πίεση της αλιείας είναι μικρότερη (Bearzi et al., 2008).

  • Αλληλεπίδραση με την αλιεία: Τα Ρινοδέλφινα αλληλεπιδρούν με κάποιες μεθόδους αλιείας, όπως οι τράτες, τα απλάδια, τα παρασυρομένα δίχτυα (που χρησιμοποιούνται σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία ή η Τυνησία) καθώς στις περιπτώσεις αυτές τα Ρινοδέλφινα εξοικονομούν ενέργεια καταναλώνοντας τα ήδη πιασμένα ψάρια. Η αλληλεπίδραση αυτή οδηγεί στον εγκλωβισμό και πνιγμό. Επιπλέον, τα δίχτυα αντιπερισπασμού που βρίσκονται γύρω από τις ιχθυοκαλλιέργειες μπορούν επίσης να προκαλέσουν το θάνατο ορισμένων δελφινιών (Díaz López & Bernal Shirai 2007) .

Κάποια αλιευτικά εργαλεία έχουν απαγορευτεί από τις αρχές, αλλά έχουν ήδη προκαλέσει σημαντική ζημιά στο παρελθόν. Ένα καλό παράδειγμα είναι τα παρασυρόμενα δίχτυα. Λαμβάνοντας υπόψη μόνο τον ιταλικό στόλο, αυτή η μέθοδος αλιείας θα μπορούσε να είναι υπεύθυνη για το θάνατο περισσότερων από 8.000 δελφινιών, ιδιαίτερα των Ζωνοδέλφινων (Stenella coeruleoalba) και των κοινών δελφινιών (Delphinus delphis) (Di Natale & Notarbartolo Di Sciara 1994). Αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που αφορούν την επιβίωση και διατήρηση του είδους.  Επομένως, είναι απαραίτητο να διεξαχθούν μελέτες σχετικά με τις επιπτώσεις της παράπλευρης αλιείας, διότι ενδέχεται τα μεγέθη της να μην είναι βιώσιμα για το είδος  σε τοπικό επίπεδο. (Bearzi κ.ά., 2008).

Ρύπανση: Τα κητώδη , ως ανώτεροι θηρευτές βρίσκονται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας και είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στη ρύπανση. Τα βαρέα μέταλλα βιοσυσσωρεύονται στο λίπος των ανώτερων θηρευτών φθάνοντας σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα (Borrell & Aguilar, 2007). Αν και οι επιπτώσεις της ρύπανσης αυτής στα θαλάσσια θηλαστικά είναι ακόμη άγνωστες, είναι γνωστό ότι μπορούν να προκαλέσουν ορμονικές διαταραχές, αναπαραγωγικές διαταραχές (Reijnders, 1998) και διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος (Aguilar, 2000).

Η Μεσόγειος Θάλασσα είναι μια από τις πιο μολυσμένες θάλασσες του πλανήτη και οι συγκεντρώσεις DDTs και PCB που βρίσκονται σε ορισμένα είδη κητωδών είναι οι μεγαλύτερες στον κόσμο (Aguilar, 2000). Επιπλέον, παρατηρούνται υψηλά επίπεδα βαρέων μετάλλων, όπως ο υδράργυρος, το κάδμιο, το αρσενικό ή ο μόλυβδος, σε διάφορα είδη κητωδών και οι επιπτώσεις των μετάλλων αυτών στους οργανισμούς δεν είναι ακόμα γνωστές. (Bilandzic et al., 2012, Lahaye et al., 2006, Bellante et al., 2012).

Η παρουσία αυτών των ρύπων,  αποδυναμώνουν το ανοσοποιητικό σύστημα  των κητωδών και μπορούν να διευκολύνουν  τη μετάδοση  ιών, όπως το Morbillirus, που έχει προκαλέσει αρκετά επεισόδια μαζικής θνησιμότητας σε διάφορα είδη θαλασσίων θηλαστικών.

  • Άλλες απειλές:

Υπάρχουν και άλλες απειλές, όπως η θαλάσσια κυκλοφορία ή ο υποβρύχιος θόρυβος, που επηρεάζουν τον πληθυσμό Ρινοδέλφινων στη Μεσόγειο θάλασσα.

Ο θόρυβος που προκαλείται από τον άνθρωπο (σεισμικές έρευνες, γεώτρηση ή υποβρύχιες εκρήξεις) ενδέχεται να αποτελέσει πρόβλημα στο μέλλον.

Η κλιματική αλλαγή  μπορεί επίσης να μεταβάλει την κατανομή και τον αριθμό των κητωδών κατά τα προσεχή έτη. Καθώς μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την κατανομή των θηραμάτων.

Υπάρχουν διεθνής συμβάσεις  για την προστασία του Ρινοδέλφινου, μεταξύ των οποίων το παράρτημα ΙΙ της σύμβασης για το διεθνές εμπόριο ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας που απειλείται με εξαφάνιση (CITES), το παράρτημα II της σύμβασης για τα μεταναστευτικά είδη (CMS) Διατήρηση των κητωδών της Μαύρης Θάλασσας, της Μεσογείου και της γειτονικής περιοχής του Ατλαντικού (ACCOBAMS). Επίσης, προστατεύονται από τους νόμους πολλών μεσογειακών χωρών. Η προστασία αυτή έχει οδηγήσει στην ίδρυση θαλασσίων προστατευόμενων περιοχών αν και μόνο μια αφορά ειδικά τα κητώδη : η Θάλασσα της Λιγουρίας, η οποία είναι η κύρια περιοχή σίτισης της πτεροφάλαινας στη Μεσόγειο Θάλασσα, χαρακτηρίστηκε το 1999 ως θαλάσσια προστατευόμενη περιοχή, γνωστή και ως Καταφύγιο για τα Θαλάσσια Θηλαστικά της Μεσογείου «Πέλαγος».και βρίσκεται ανάμεσα στη βόρεια ακτή της Κορσικής και την Ιταλία.

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η διατήρηση των ειδών στη Μεσόγειο, θα πρέπει να αναπτυχθούν περισσότερες μελέτες που θα επιτρέψουν στην επιστημονική κοινότητα να επεκτείνει τη γνώση σχετικά με το είδος.

AGUILAR, A. 2000. Population biology, conservation threats and status of Mediterranean striped dolphins (Stenella coeruleoalba). Journal of Cetacean Research and Management 2(1):17-26

AZZELINO, A., GASPARI, S., AIROLDI., S. & NANI, B. 2008. Habitat use and preferences of cetaceans along the continental slope and adjacent pelagic waters in the western Ligurian Sea. Deep-Sea Research. 55:296-323

BAIRD, R. W., GORGONE, A. M., McSWEENEY, D. J., LIGON, A. D., DEAKOS, M. H., WEBSTER, D. L., SCHORR, G. S. & MARTIEN, K. K. 2009. Population structure of island-associated dolphins: Evidence from photo-identification of common bottlenose dolphins (Tursiops truncatus) in the main Hawaiian islands. Marine Mammal Science. 25(2):251-274

BARLOW, J. 2006. Cetacean abundance in Hawaiian waters estimated from summer/fall survey in 2002. Marine Mammal Science. 22(2)446-464

BEARZI, G., NOTARBARTOLO DI SCIARA, G. & POLITI, E. 1997. Social ecology of bottlenose dolphins in the Kcarneric (northern Adriatic Sea). Marine Mammal Science. 13(4):650-668

BEARZI, G. 2002. Interactions between cetacean and fisheries in the Mediterranean Sea. In: G. Notarbartolo di Sciara (Ed.), Cetaceans of the Mediterranean and Black Seas: state of knowledge and conservation strategies. A report to the ACCOBAMS Secretariat, Monaco, February 2002. Section 9, 20 p.

BEARZI, G. HOLCER, D. & NOTARBARTOLO DI SCIARA, G. 2004. The role of historical dolphin takes and habitat degradation in shaping the present status of norhtern Adriatic cetaceans. Aquatic Conservation: Marine and Freshwater Ecosystems. 13:363-379

BEARZI, G., POLITI, E., AGAZZI, S., BRUNO, S., COSTA, M. & BONIZZONI, S. 2005a. Occurrence and present status of coastal dolphins (Delphinus delphis and Tursiops truncatus) in the eastern ionian sea. Aquatic conservation: Marine and Freshwater Ecosustems. 15:243-257

BEARZI, G., FORTUNA, C., M. & RANDALL, R. R. 2008a. Ecology, status and conservation of  common bottlenose dolphins Tursiops truncatus in the Mediterranean Sea. Mammal Review. 39(2):92-123

BEARZI, G., AGAZZI, S., BONIZZONI, S., COSTA, M. & AZZELINO, A. 2008b. Dolphins in a bottle: abundance, residency patterns and conservation of bottlenose dolphins Tursiops truncatus in the semi-enclosed eutrophic Amvrakikos Gulf, Greece. Aquatic conservation: Marine and Freshwater Ecosustems. 18:130-146

BELLANTE, A., SPROVIERI, M., BUSCAINO, G., BUFFA, G., DI STEFANO, V., SALVAGIO MANTA, D., BARRA, M., FILICIOTTO, F., BONANNO, A., GIACOMA, C. & MAZZOLA, S. 2012. Stranded cetaceans as indicators od mercury pollution in the Mediterranean Sea. Italian Jounral of Zoology. 79(1):151-160

BERGHAN, J., ALGIE, K. D., STOCKIN, K.A., WISEMAN, N., CONSTANTINE, R., TEZANOS-PINTO, G. & MOURÃO. 2008. A preliminary photo-identification study of bottlenose dolphin (Tursiops truncatus) in Harauki Gulf, New Zealand. New Zealand Journal of Marine and Freshwater Research. 42:465-472

BILANDZIC, N., SEDAK, M., DOKIC, M., DURAS GOMERCIC, M., GOMERCIC, T., ZADRAVEC, M., BENIC, M. & PREVENDAR CRNIC, A. 2012. Toxic elements concentrations in the bottlenose (Tursiops truncatus), striped (Stenella coeruleoalba) and risso’s (Grampus griseus) dolphins stranded in Eastern Adriatic Sea. Bulletin of Environmental Contamination and Toxicology. 89:467-473

BLANCO, C., SALOMÓN, O. & RAGA, J. A. 2001. Diet of the bottlenose dolphin (Tursiops truncatus) in the western Mediterranean Sea. Journal of the Marine Biology Association U.K. 81:1053-1058

BORRELL, A. & AGUILAR, A. 2007. Organochlorine concentrations declined during 1978 – 2002 in the western Mediterranean bottlenose dolphins, a coastal top predator. Cemosphere. 66:347-352

CAÑADAS, A. & SAGARMINAGA, R. 1994. Estudio de distribucion y dinamica de las poblaciones de cetáceos en las aguas del sud este español. Boletín del Instituto de Estudios Almerienses. 13:7-24

CAÑADAS, A., SAGARMINAGA, R. & GARCÍA-TISCAR, S. 2002. Cetacean distribution related with depth and slope in the Mediterranean watters of sothern Spain. Deep-Sea Research. I 49:2053-2073

CAÑADAS, A. & HAMMOND, P. S. 2006. Model-based abundance estimates for bottlenose dolphins off southern Spain: implications for conservation and management. Journal of Cetacean Research and Management. 8(1):13-27

CAWARDINE, M. 2004. Ballenas delfines y marsopas. Ediciones Omega. Barcelona. 2ª reimpresión

COLL, M. & LIBRALATO, S. 2012. Contributions of foodweb modelling for an ecosystem approach of marine resource management in the Mediterranean Sea. Fish and Fisheries 13:60–88

COLLET, A. 1984. Live-capture of cetaceans for European institutions. Report of the International Whaling Comission. 34:603-607

DEFRAN, R. H., SCHULTZ, G. M. & WELLER, D. W. 1990. A technique for the photographic identification and cataloging of dorsal fins of the bottlenose dolphin (Tursiops truncatus). Report of the International Whaling Comission. Special Issue 12:53-55

DI NATALE, A. & NOTARBARTOLO DI SCIARA, G. 1994. A review of the passive fishing nets and trap fisheries in the Mediterranean Sea and of cetacean bycatch. Report of the International Whaling Commission. Special issue 15:189-202

DÍAZ LÓPEZ, B. 2006(a). Bottlenose dolphin (Tursiops truncatus) predation on a marine fin fish farm: Some underwater observations. Aquatic Mammals. 32(3)305-310

DÍAZ LÓPEZ, B. 2006(b). Interactions between Mediterranean bottlenos dolphins (Tursiops truncatus) and gillnets of Sardinia, Italy. Journal of Marine Science. 63:946-951

DÍAZ LÓPEZ, B. & BERNAL SHIRAI, J. A. 2007. Bottlenose dolphin (Tursiops truncatus) presence and incidental capture in a marine fish farm on the north-eastern cost of Sardinia (Italy). Journal of the Marine Biological Association of the United Kingdom. 87:113-117

DÍAZ LÓPEZ, B. & BERNAL SHIRAI, J. A. 2008. Marine aquaculture and bottlenose dolphins’ (Tursiops truncatus) social structure. Behavioural Ecology and Sociobiology. 62:887-894

DÍAZ LÓPEZ, B., ALBERTO, A. & FRANCESCA, F. 2013. Ecology of common bottlenose dolphins along the north-western Sardinian coastal waters (Italy). Thalassas. 29(2):35-43

  1. J. F. 2007. Illegal Driftnetting in the Mediterranean. Environmental Justice Foundation, London, UK.

FORCADA, J., GAZO, M., AGUILAR, A., GONZALVO, J. & FERNANDEZ-CONTRERAS, M. 2004. Bottlenose dolphin abundance in the NW Mediterranean: adressing heterogenity in distribution. Marine Ecology Progress Series. 275:275-287

FORNEY, K.A. 2007. Preliminary estimates of cetacean abundance along the U.S. west coast and within four National Marine Sanctuaries during 2005. U.S. Department of Commerce, NOAA Technical Memorandum NMFS-SWFSC-406. 27 p.

FOSSI, C. M., MARSILI, L., NERI, G., NATOLI, A., POLITI, E. & PANIGADA, S. 2003. The use of a non-lethal tool for evaluating toxicological hazard of organochlorine contaminants in the Mediterranean cetaceans: new data 10 years after the fist paper published in MPB. Marine Pollution Bulletin. 46:972-982

GANNIER, A. 2005. Summer distribution and relative abundance of delphinids in the Mediterranean Sea. Revue d’Écologie (Terre et Vie). 69:223-238

GANNON, D. P. & WAPLES, D. M. 2004. Diets of coastal bottlenose dolphins from the U.S. mid-Atlantic coast differ by habitat. Marine Mammal Science. 20(3):527-545

GENOV, T., KOTNJEK, P., LESJAK, J., HACE, A. & FORTUNA, C. M. 2008. Bottlenose dolphin (Tursiops truncatus) in slovenjan and adjacent waters (northern Adriatic Sea). Annales, Series Historia Naturalis. 18(2):227-244

GÓMEZ DE SEGURA, A., CRESPO, E. A., PEDRAZA, S. N., HAMMOND, P. S. & RAGA, J. A. 2006. Abundance of small cetaceans in waters of the central spanish Mediterranean. Marine Biology 150:149-160

IUCN 2012. Marine Mammals and Sea Turtles of the Mediterranean and Black Seas. Gland, Switzerland and Malaga, Spain: IUCN. 32 pages.

JANIK, V. M., SAYIGH, L. S. & WELLS, R. S. 2006. Signature whistle shape conveys identity information to bottlenose dolphins. Proceedings of the National Academy of Sciences. 103:8293-8297

JEFFERSON, T. A., WEBBER, M. A. & PITMAN, R. L. 2008. Marine mammals of the world: A comprehensive guide to their identification. Academic Press. Canadà

KASUYA, T., TOBAYAMA, T. & MATSUI, S. 1984. Review of  the Live-capture of small cetaceans in Japan. Report of the International Whaling Comission. 34:597-602

LAHAYE, V., BUSTAMANTE, P., DABIN, W., VAN CANNEYT, O., DHERMIAN, F., CESARINI, C., PIERCE, G. J. & CAURANT, F. 2006. New insights from age determination on toxic element accumulation in striped and bottlenose dolphins from Atlantic and Mediterranean waters. Marine Pollution Bulletin. 52:1219-1230

LLEONART, J. 2005. Mediterranean and Black Sea. In: Review of the state of the world marine fishery resources. FAO Fisheries Technical Paper 457, FAO UN:49-64

LOCKYER, C. H. & MORRIS, R. J. 1990. Some observations on wound healing and persistence of scars in Tursiops truncatus. Report of the International Whaling Comission. Special Issue 12:113-118

McFEE, W. E., SCHWACKE, J. H., STOLEN, M. K., MULLIN, K. D. & SCHWACKE, L. H. 2010. Investigation of growth phases for bottlenose dolphins using a Bayesian modeling approach. Marine Mammal Science. 26(1):67-85

MIYASHITA, T. 1993. Abundance of dolphin stocks in the western North Pacific taken by the Japanese drive fishery. Report of the International Whaling Comission. 43:417-437

NATOLI, A. 2004. Molecular ecology of bottlenose (Tursiops sp.) and common (Delphinus sp.) dolphins. PhD thesis, University of Durham

NATOLI A., BIRKUN, A., AGUILAR, A., LOPEZ, A. & HOELZEL, A. R. 2005. Habitat structure and the dispersal of male and female bottlenose dolphins (Tursiops truncatus). Proceeding of the Royal Society. 272:1217-1226

PERRIN, W. F. & REILLY, S. 1984. Reproductive parameters of dolphins and small whales of the family Delphinidae. Report of the International Whaling Comission. (Special Issue 6):97-133

PERRIN, W. F., WÜRSIG, B. & THEWISSEN, J. G. M. 2009. Encyclopedia of marine mammals. Second edition. Academic Press. United States of America

QUICK, N. J. & JANIK, V. M. 2012. Bottlenose dolphins exchange signature whistles when meeting at sea. Proceedings of the Royal Society. 279:2539-2545

REIJNDERS, P. J. H. 1998. Reproductive and Developmental Effects of Endocrine-Disrupting Chemicals on Marine Mammals. in In: T.J. O’Shea, R.R. Reeves & A. Kirk Long (eds.) 1998. Marine mammals and persistent ocean contaminants: proceedings of the Marine Mammal Commission workshop, Keystone, Colorado. Marine Mammmal Commission, 1999, pp.93-100

REEVES, R. R., SMITH, B. D., CRESPO E. & NOTARBARTOLO DI SCIARA. 2003. Dolphins, Whales and Porpoises: 2000-2010 Conservation Action Plan for the World’s Cetaceans. IUCN, Gland, Switzerland. 139 pp.

REEVES, R. R. & NOTARBARTOLO DI SCIARA, G. 2006. The status and distribution of cetaceans in the Black Sea and Mediterranean Sea. IUCN Centre for Mediterranean Cooperation, Malaga, Spain. 64 pp.

SHANE, S. H., WELLS, R. S. & WÜRSIG, B. 1986. Ecology, behaviour and social organization of the bottlenose dolphin: A review. Marine Mammal Science. 2(1):34-63

SHIRIHAI, H. & JARRET, B. 2006. Whales dolphins and seals: A field guide to marine mammals of the world. First edition. A&C Black. London

TRIOSSI, F., WILLIS, T. J. & PACE, D. S. 2012. Occurrence of bottlenose dolphins Turiops truncatus in natural gas fields of the northwestern Adriatic Sea. Marine Ecology. 34:373-379

WADE, R., P. & GERRODETTE, T. 1993. Estimates of cetacean abundance and distribution in the Eastern Tropical Pacific. Report of the International Whaling Comission. 43:477-493

WALKER, J. L., POTTER, C. W. & MACKO, S. A. 1999. The diets of modern and historic bottlenose dolphins populations reflected through stable isotopes. Marine Mammal Science. 15(2):335-350

WEIR, R. C., CANNING, S., HEPWORTH, K., SIM, I. &  STOCKIN, K. A. 2008. A long-term opportunistic photo-identification study of bottlenose dolphins (Tursiops truncatus) off Aberdeen, United Kingdom: Conservation Value and Limitations. Aquatic Mammals. 34(4):436-447

WELLS, R. S. & SCOTT, M. D. 1990. Estimating bottlenose dolphinpopulation parameters from individual identification and capture-release techniques. Report of the International Whaling Comission. Special Issue 12:407-415

WELLS, R. S. 2003. Dolphin social complexity: Lessons from long-term study and life history. In “Animal Social Complexity: Intelligence, Culture, and Individualized Societies” (DE WAAL, F., B., M., &  TYACK, P., L., eds), pp. 32–56. Harvard University Press, Cambridge.

WÜRSIG, B. & JEFFERSON, T. 1990. Methods of photo-identification for small cetaceans. Report of the International Whaling Comission. Special Issue 12:43-52

http://www.iucnredlist.org/details/22563/0

http://www.iucnredlist.org/details/16369383/0

http://www.accobams.org/

http://www.cites.org/esp/

http://www.cms.int/

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.